φυκοκυανίνη

φυκοκυανίνη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι φυκοκυανίνες
βοτ. βασική κατηγορία τών φυκοβιλινών, κυανές φυτοσυνθετικές χρωστικές στις οποίες οφείλεται ο χαρακτηριστικός χρωματισμός τών κυανοφυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. phycocyanin < φύκος + κυανός + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • πρόχλωρο — το, Ν βοτ. γένος κυανοφυκών, τα προκαρυωτικά κύτταρα τού οποίου δεν περιέχουν τη χρωστική φυκοκυανίνη, όπως τα άλλα κυανοφύκη, αλλά τις χρωστικές που περιέχουν τα χλωροφύκη …   Dictionary of Greek

  • φυτόχρωμα — το, Ν (βιοχ. βοτ.) φωτοευαίσθητη φυτική χρωστική ετεροπρωτεϊνικής φύσης, συγγενής χημικά με τη φυκοκυανίνη, η οποία απαντά σε πολύ μικρές ποσότητες στα φύλλα όλων τών τραχεοφύτων καθώς και σε κατώτερα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… …   Dictionary of Greek

  • ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”