Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… … Dictionary of Greek
πρόχλωρο — το, Ν βοτ. γένος κυανοφυκών, τα προκαρυωτικά κύτταρα τού οποίου δεν περιέχουν τη χρωστική φυκοκυανίνη, όπως τα άλλα κυανοφύκη, αλλά τις χρωστικές που περιέχουν τα χλωροφύκη … Dictionary of Greek
φυτόχρωμα — το, Ν (βιοχ. βοτ.) φωτοευαίσθητη φυτική χρωστική ετεροπρωτεϊνικής φύσης, συγγενής χημικά με τη φυκοκυανίνη, η οποία απαντά σε πολύ μικρές ποσότητες στα φύλλα όλων τών τραχεοφύτων καθώς και σε κατώτερα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κυανοβακτήρια ή κυανοφύκη — Μεγάλη ετερογενής ομάδα προκαρυωτικών φωτοσυνθετικών οργανισμών. Τα κ. είχαν αρχικά ταξινομηθεί μαζί με τα φύκη, επειδή ο φωτοσυνθετικός τους μηχανισμός είναι παρόμοιος με αυτόν των χλωροπλαστών των φυκών και των ανωτέρων φυτών· ωστόσο, πλέον,… … Dictionary of Greek
ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… … Dictionary of Greek